αντίχειρας
Græsk
Etymologi
Substantiv
αντίχειρας hankøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο αντίχειρας | οι αντίχειρες |
Genitiv | του αντίχειρα | των αντίχειρων |
Akkusativ | το(ν) αντίχειρα | τους αντίχειρες |
Vokativ | αντίχειρα | αντίχειρες |
Kilder
- „αντίχειρας“ i Dictionary of Standard Modern Greek